- πωτῶ
- πωτάομαιfly aboutpres imperat mp 2nd sgπωτάομαιfly aboutimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδατοπωτώ — έω, Α (ποιητ. τ.) ὑδατοποτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πωτῶ (< θ. πω τού πίνω*), πρβλ. ὑδρο πωτῶ] … Dictionary of Greek